τυλιχτός

τυλιχτός
-ή, -ό
που τυλίγεται, τυλιγμένος, κουβαριαστός: Κλωστή τυλιχτή σε μασούρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυλιχτός — και τυλικτός, ή, ό, Ν [τυλίγω] 1. (κυρίως για ταινία, νήμα, ύφασμα) αυτός που έχει τυλιχθεί, που έχει περιελιχθεί 2. το ουδ. ως ουσ. το τυλιχτό είδος εδέσματος με κρέας τυλιγμένο σε φύλλα κρούστας …   Dictionary of Greek

  • τυλικτός — ή, ό, Ν βλ. τυλιχτός …   Dictionary of Greek

  • τυλιχτάρι — το, Ν το τυλιγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυλιχτός + κατάλ. άρι (πρβλ. κρεμαστ άρι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”